προφυλάκιση
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
Greek Monolingual
η, Ν
η φυλάκιση ενός κατηγορουμένου σύμφωνα με τον νόμο κατά τη διάρκεια της προδικασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < < προφυλακίζω, Η λ., στον λόγιο τ. προφυλάκισις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].