προφυλακίζω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
Ν
1. φυλακίζω με δικαστική απόφαση έναν κατηγορούμενο ώσπου να διεξαχθεί η δίκη του
2. (ρηματ. επίθ.) προφυλακιστέος, -α, -ο
(στη φρ.) «κρίνεται [ή κρίθηκε] προφυλακιστέος» — αποφασίζεται ή αποφασίστηκε από την αρμόδια δικαστική αρχή ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να προφυλακιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + φυλακίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].