προχεύω
From LSJ
English (LSJ)
poet., = προχέω (pour forth, pour forward, pour in, pour first, pour on), οἶδμα DP. 52.
German (Pape)
[Seite 799] poet. Nebenform von προχέω, D. Per. 52.
Greek (Liddell-Scott)
προχεύω: ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἑπομ., Διον. Π. 52.
Greek Monolingual
Α
βλ. προχέω.