προώριος
From LSJ
Full diacritics: προώριος | Medium diacritics: προώριος | Low diacritics: προώριος | Capitals: ΠΡΟΩΡΙΟΣ |
Transliteration A: proṓrios | Transliteration B: proōrios | Transliteration C: proorios | Beta Code: prow/rios |
προώριον, dying untimely, Nonn. D. 33.53.
προώριος: -ον, = πρόωρος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 3. 17, κτλ.
-ον, ΜΑ πρόωρος
αυτός που πέθανε πρόωρα.