προώριος

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προώριος Medium diacritics: προώριος Low diacritics: προώριος Capitals: ΠΡΟΩΡΙΟΣ
Transliteration A: proṓrios Transliteration B: proōrios Transliteration C: proorios Beta Code: prow/rios

English (LSJ)

προώριον, dying untimely, Nonn. D. 33.53.

German (Pape)

[Seite 801] = πρόωρος, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

προώριος: -ον, = πρόωρος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 3. 17, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πρόωρος
αυτός που πέθανε πρόωρα.