πρυμίζω

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source

Greek Monolingual

Ν πρύμη
1. στρέφω την πρύμνη του πλοίου προς τον άνεμο, πλέω με ούριο άνεμο, ουρίζω
2. μτφ. φεύγω γρήγορα («τά πρύμισε για το χωριό»)
3. φρ. «τα πρύμισε» — άλλαζε γνώμη, τά έστριψε.