πρωτεξάδελφος
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,= αὐτανέψιος, Thom.Mag.p.361 R.
German (Pape)
[Seite 804] ὁ, Erkl. von ἀνεψιός, Thom. Mag.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτεξάδελφος: ὁ, καὶ -εξαδέλφη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, = αὐτανέψιος, κατὰ Θωμ. τὸν Μάγιστρον (849), Ἁρμενόπουλ. 4. 6, 12, Γεωρ. Ἀκομ. Χρον. σ. 7C, 11C, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, και πρωταξάδερφος και πρωτεξάδερφος και πρωτοξάδερφος, θηλ. πρωτεξαδέλφη και πρωτεξαδέρφη και πρωτεξαδέρφισσα και πρωτοξαδέρφη Ν
1. ο πρώτος εξάδελφος, το παιδί του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους δύο γονείς
2. (ως ουδ. στον πληθ.) τα πρωτεξαδέλφια και πρωταξαδέρφια και πρωτοξαδέρφια και πρωτοξάδερφα
(για αγόρια και κορίτσια) τα πρώτα ξαδέλφια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἐξάδελφος / ξάδερφος].