πρωτοδίκης

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

ο, Ν
(νομ.) ο δικαστής που δικάζει υποθέσεις αρμοδιότητας πρωτοδικείου, ο οποίος είναι ισόβιος και παύεται μόνο με δικαστική απόφαση ή όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που καθορίζονται από σχετική νομοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνο-δίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].