πρωτόδικος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(νομ.)
1. αυτός που υπάγεται στη δικαιοδοσία του πρωτοδικείου («πρωτόδικη υπόθεση»)
2. αυτός που προέρχεται από πρωτοδικείο («πρωτόδικη απόφαση»).
επίρρ...
πρωτόδικα Ν
στο πρωτοδικείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δικος (< δίκη), πρβλ. υπό-δικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ἑλληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].