πρόγευση

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προγεύματος
2. μτφ. η πρώτη εμπειρία από μια κατάσταση ή ενέργεια («με τους εξαμηνιαίους διαγωνισμούς παίρνουν οι μαθητές μια πρόγευση τών προαγωγικών εξετάσεων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προγεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. πρόγευσις, μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη].