ισχυρισμός

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

ο
1. η διατύπωση και επίμονη υποστήριξη μιας γνώμης ή άποψης
2. (νομ.) διατύπωση προς υποστήριξη ή ένσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισχυρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].