ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
η, Ν
(ιδίως κατά την εποχή της πτερορρύησης) η αφαίρεση τών πτίλων ζωντανού πτηνού προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως υλικό για το γέμισμα μαξιλαριών και παπλωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + τίλση (< τίλλω «μαδώ»)].