πτερότιλση

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(ιδίως κατά την εποχή της πτερορρύησης) η αφαίρεση τών πτίλων ζωντανού πτηνού προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως υλικό για το γέμισμα μαξιλαριών και παπλωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + τίλση (< τίλλω «μαδώ»)].