Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερότιλση

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

η, Ν
(ιδίως κατά την εποχή της πτερορρύησης) η αφαίρεση τών πτίλων ζωντανού πτηνού προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως υλικό για το γέμισμα μαξιλαριών και παπλωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + τίλση (< τίλλω «μαδώ»)].