πτωχοδοχείον
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
Greek Monolingual
τὸ, Μ
πτωχοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -δοχεῖον (< -δόχος < δέχομαι), πρβλ. ξενοδοχείον].
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
τὸ, Μ
πτωχοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -δοχεῖον (< -δόχος < δέχομαι), πρβλ. ξενοδοχείον].