πυξίδιον
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
τό, =
A πυξίον 1, Ar.Fr.846, Glossaria
II Dim. of πυξίς, PRyl.125.14 (i A.D.), Sammelb.4324.18, Sch.Ar.Eq.902.
German (Pape)
[Seite 818] τό, dim. von πυξίς, VLL. erkl. πινακίδιον.
Russian (Dvoretsky)
πυξίδιον: (ῐδ) τό Arph. = πυξίον.
Greek (Liddell-Scott)
πυξίδιον: τό, = πυξίον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 671. ΙΙ. Ὑποκορ. τοῦ πυξίς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 906.
Spanish
Léxico de magia
τό tablilla de madera para escribir ἵνα μοι τελέσωσι τὰ ἐν τῷ πυξιδίῳ ὄντα para que me cumplan lo que está en la tablilla P XV 18 P XV 19