πυρίδειπνος
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
ον, = πυρίδαπτος (devoured by fire), prob. to be written divisim in Call. Fr. 346.
Greek (Liddell-Scott)
πυρίδειπνος: -ον, παράδοξος λέξις ἣν μνημονεύει ὁ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371, ἐκ τοῦ Καλλ.· - ἂν εἶναι γνησία, πρέπει νὰ εἶναι = πυρίδαπτος.
Greek Monolingual
-ον, Α
πυρίδαπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + δεῖπνον.