πυρκαϊός
From LSJ
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
English (LSJ)
ά, όν, for burnt-offerings, ἐσχάραι IG11 (2).145.58 (Delos, iv B.C.), 161B124 (ib., iii B.C.).
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
αυτός που χρησιμοποιείται για την καύση θυμάτων («πυρκαϊαὶ ἐσχάραι», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυρκαϊά.