πυρκαϊός

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρκᾰϊός Medium diacritics: πυρκαϊός Low diacritics: πυρκαϊός Capitals: ΠΥΡΚΑΪΟΣ
Transliteration A: pyrkaïós Transliteration B: pyrkaios Transliteration C: pyrkaios Beta Code: purkai+o/s

English (LSJ)

ά, όν, for burnt-offerings, ἐσχάραι IG11 (2).145.58 (Delos, iv B.C.), 161B124 (ib., iii B.C.).

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
αυτός που χρησιμοποιείται για την καύση θυμάτων («πυρκαϊαὶ ἐσχάραι», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυρκαϊά.