πυρολαβίδα

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

η / πυρολαβίς, -ίδος, ΝΜΑ
πυράγρα, μασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + λαβίς, -ίδος].