εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
-ον, Μαυτός που έχει το κόκκινο χρώμα της φωτιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόκκινος.