πυρροτίτης

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) άλλη ονομασία του ορυκτού μαγνητοπυρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrhotite < γερμ. Pyrrhotine (< πυρρότης «ερυθρότητα» + κατάλ. -ine) με επίδραση της κατάλ. -ite].