πόντζα
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Greek Monolingual
Ν
(ναυτικό παράγγελμα) απομάκρυνε την πρώρα του πλοίου από την ευθεία του ανέμου («με το όρτζα πόντζα του ναύαρχου...», Μακρυγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ναυτικό παράγγελμα πιθ. ιταλικής προελεύσεως].