το, Ν
1. επίκαιρη θέση για έλεγχο, για παρακολούθηση, για κυνήγι, για εμπορικές δραστηριότητες
2. σημαντική θέση σε δημόσια ή άλλη υπηρεσία
3. φρ. «αφήνω κάποιον στο πόστο μου» — αφήνω κάποιον να με αναπληρώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. posto (βλ. και λ. πόστα)].