πόστα

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το ταχυδρομείο
2. τρένο αργό, με πολλές στάσεις και παράδοση ταχυδρομικών δεμάτων σε πολλούς σταθμούς
3. ομάδα εργατών που αλλάζει βάρδια με άλλη ομάδα
4. το ποσόν που καταθέτει ο παίκτης σε κάθε παρτίδα χαρτιών
5. ναυτ. ο νομέας
6. φρ. «βάζω πόστα» α) αρχίζω τη φορτοεκφόρτωση με βάρδιες, καθ' ομάδες
β) επιπλήττω ή βρίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. posta < λατ. posita (mansio) «σταθερή διαμονή»].