ραδιενεργός

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

-ό, θηλ. και -ή, Ν
(φυσ. -χημ.)
1. αυτός που εκπέμπει ραδιενέργεια
2. φρ. α) «ραδιενεργός οικογένεια» — βλ. οικογένεια
β) «ραδιενεργά ορυκτά»
(ορυκτ.) ορυκτά με ραδιενεργές ιδιότητες, τα οποία συνιστούν δύο ομάδες, την ομάδα του ουρανίου και την ομάδα του θορίου
γ) «ραδιενεργές πηγές»
(γεωλ. -ιατρ.) μεταλλικές πηγές που περιέχουν σε διάλυση τα ραδιενεργά αέρια ραδόνιο, θορόνιο και ακτινόνιο, προϊόντα εκπομπής τών ραδιενεργών στοιχείων ραδίου, θορίου και ακτινίου αντιστοίχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράδιο (Ι) + ενεργός (βλ. λ. ραδιενέργεια)].