ρασοφόρος
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
Greek Monolingual
-ο(ν) Ν
1. εκείνος που φοράει ράσο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ρασοφόροι
α) (καν. δίκ.) δόκιμοι μοναχοί που έχουν διανύσει το μεγαλύτερο στάδιο της δοκιμασίας και ενδύονται μετά από ιδιαίτερη εκκλησιαστική ακολουθία το ράσο, χωρίς να δίνουν καμιά μοναχική υπόσχεση, οι οποίοι όμως οφείλουν να τηρούν εκτός τών μοναστηριακών κανόνων και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις μοναχικές υποσχέσεις
β) οι μαθητές της Ριζαρείου και άλλων εκκλησιαστικών σχολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράσο + -φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Ιω. Βηλαρά].