ρελατιβισμός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
ο, Ν
ο σχετικισμός, η σχετικοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. relativisme < υστερολατ. relativus «σχετικός» (< λατ. relatus < refero «αναφέρω») + κατάλ. -isme (βλ. -ισμός)].