ρεματιά

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
χαράδρα, κοίτη χειμάρρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρέμα, -ατός + κατάλ. -ιά (πρβλ. ποταμιά)].