ρεματιά

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

η, Ν
χαράδρα, κοίτη χειμάρρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρέμα, -ατός + κατάλ. -ιά (πρβλ. ποταμιά)].