ροδομάγουλος

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν τριαντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + μάγουλο (πρβλ. κοκκινομάγουλος)].