ροδοφαίνομαι

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

Ν
φαίνομαι, εμφανίζομαι ρόδινος («του Μαϊού ροδοφαίνεται η μέρα», Σολωμ.).