τσούχτρα
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
Greek Monolingual
η, Ν
1. είδος μικρού εντόμου, του οποίου το δάγκωμα προκαλεί τσούξιμο
2. κοινή ονομασία σκυφοζώων που ανήκουν στην υφομοταξία σκυφομέδουσες και τα οποία, όταν τά αγγίξει κανείς, προκαλούν οδυνηρό κνησμό και ερύθημα
3. μτφ. (για πρόσ.) δηκτικός, σαρκαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ- του αορ. έ-τσουξ-α του τσούζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. ρουφήχτρα)].