ρουφιανιά
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
η, Ν ρουφιάνος
1. η ιδιότητα και οι ενέργειες του ρουφιάνου, το να ενεργεί κανείς ως προαγωγός, η μαστροπία
2. ψεύτικη κατηγορία, διαβολή, σκευωρία, δολοπλοκία, ραδιουργία, σπιουνιά.