ρουφιανιά
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
η, Ν ρουφιάνος
1. η ιδιότητα και οι ενέργειες του ρουφιάνου, το να ενεργεί κανείς ως προαγωγός, η μαστροπία
2. ψεύτικη κατηγορία, διαβολή, σκευωρία, δολοπλοκία, ραδιουργία, σπιουνιά.