ρόπαλον

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ρέπω (=κλίνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.