σήραμβος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
εἶδος κανθάρου, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κανθάρου».
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: εἶδος κανθάρου H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: By Strömberg Wortstud. 23 considered as Laconian for θήραφος spider; for the suffix cf. on κεράμβυξ. -- Furnée 171 compares σίραμφος τὸ ῥύγχος, with a note (114) on η/ι in Pre-Greek; the σ. would be a snout beetle (on p. 183 I don't find it).
Frisk Etymology German
σήραμβος: {sḗrambos}
Meaning: εἶδος κανθάρου H.
Etymology: Von Strömberg Wortstud. 23 als lakonisch für θήραφος Spinne betrachtet; zum Suffix vgl. zu κεράμβυξ.
Page 2,698