σακοφόρος
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
σακοφόρον,
A = σακεσφόρος, Hsch.; dub. in Ath.Mitt.10.208 (Cyzicus).
II = σακκοφόρος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 858] ον, dei den Gramm. Erkl. von σακεσφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰκοφόρος: -ον, = σακεσφόρος, Ἡσυχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
σακεσφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος «ασπίδα» + -φόρος (< φέρω)].