σαυρίδι

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

το / σαυρίδιν, ΝΜ, και σαβρίδι και σαφρίδι και σταυρίδι Ν
κοινή σήμερα ονομασία 11 ειδών περκόμορφων ιχθύων του γένους τράχουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σαυρ-ίδιον, υποκορ. τών σαύρα / σαῦρος «είδος ψαριού»].