το, Ν
1. τα επιτραπέζια σκεύη που χρησιμοποιεί ο κάθε συνδαιτυμόνας σε γεύμα («βάλε τρία σερβίτσια σήμερα στο τραπέζι»)
2. πλήρες σύνολο από επιτραπέζια σκεύη (α. «σερβίτσιο του καφέ» β. «σερβίτσιο του τσαγιού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. servizio (< λατ. servio «υπηρετώ»)].