Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
η, Νη πυροστιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- (βλ. σιδηρο-) + στια (< εστία), πρβλ. πυροστιά].