σιλλέα

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιλλέα Medium diacritics: σιλλέα Low diacritics: σιλλέα Capitals: ΣΙΛΛΕΑ
Transliteration A: silléa Transliteration B: sillea Transliteration C: sillea Beta Code: sille/a

English (LSJ)

τρίχωμα, ἢ λεῖον (Ἠλεῖοι cj. Guyet), Hsch. σιλλεῖ· ἀναξαίνει, λυπεῖ, Id.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τρίχωμα ἢ λεῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σίλλος (πρβλ. ἀνά-σιλλος «αυτός που έχει ανασηκωμένα τα μαλλιά»)].