σιλλέα
From LSJ
Full diacritics: σιλλέα | Medium diacritics: σιλλέα | Low diacritics: σιλλέα | Capitals: ΣΙΛΛΕΑ |
Transliteration A: silléa | Transliteration B: sillea | Transliteration C: sillea | Beta Code: sille/a |
τρίχωμα, ἢ λεῖον (Ἠλεῖοι cj. Guyet), Hsch. σιλλεῖ· ἀναξαίνει, λυπεῖ, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τρίχωμα ἢ λεῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σίλλος (πρβλ. ἀνά-σιλλος «αυτός που έχει ανασηκωμένα τα μαλλιά»)].