Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Νπλησιάζω, ζυγώνω, προσεγγίζω, έρχομαι κοντά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμά «κοντά»].