ζυγώνω

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

(Μ ζυγῶ, -όω, Μ και ζυγώνω)
1. τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνάπτω, συνδέω, ενώνω, συναρμόζω («ζυγώνει τις δύο άκρες και έπειτα τίς ράβει»)
2. μτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω, δαμάζω κάποιον
νεοελλ.
1. (για χρονικές εποχές, εορτές ή γεγονότα) πλησιάζω, επίκειμαι («ζύγωσε ο καιρός τών εξετάσεων»)
2. (με άρνηση)
δεν ζυγώνω
δεν συχνάζω κάπου («δεν ζυγώνει στην εκκλησιά» — δεν εκκλησιάζεται)
3. διώκω, καταδιώκω
4. διώχνω, απομακρύνω, αποβάλλω («διώξε την τόση πρίκα», Ερωτ.)
5. κάνω κάτι να πλησιάσει («ζύγωσέ μου το κάθισμα»)
νεοελλ.-μσν.
πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον («δεν τον ζυγώνει κανείς»)
μσν.
ιατρ. κλείνω, ενώνω με ραφές τα χείλη ενός τραύματος («ῥαφαῖς ζυγῶσαι», Παύλ. Αιγ.)
αρχ.
1. ιατρ. αποφράσσω
2. φρ. «ζυγῶ κιθάραν» — τοποθετώ το εγκάρσιο ξύλο στη φόρμιγγα ή στη λύρα για να συνδέσω και στερεώσω τα δύο κέρατα του σκελετού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζυγώνω < αρχ. ζυγ-ώ < ζυγ-όν. Το «πλησίασμα» τών ζώων που ζεύονταν κάτω από τον ίδιο ζυγό δημιούργησε πιθ. τη σημασία «πλησιάζω»].