σκαπανήτης

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰπᾰνήτης Medium diacritics: σκαπανήτης Low diacritics: σκαπανήτης Capitals: ΣΚΑΠΑΝΗΤΗΣ
Transliteration A: skapanḗtēs Transliteration B: skapanētēs Transliteration C: skapanitis Beta Code: skapanh/ths

English (LSJ)

σκαπανήτου, ὁ,= σκαπανεύς, Zonar.

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, = σκαπανεύς, σκαφεύς, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰπᾰνήτης: -ου, ὁ, = σκαπανεύς, σκαφεύς, Ζωναρ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ζωναρ.) σκαπανέας, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπάνη, πιθ. μέσω ενός ρ. σκαπανῶ].