σκαπερδεύω
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
in Hippon.1, expld. by Tz. (An.Ox.3.351, where -παρδ-) συμμαχῆσαι: but by Hsch., λοιδορῆσαι: cf. σκαρπαδεῦσαι· κρῖναι, and καπαρδεῦσαι· μαντεύσασθαι, Id.
German (Pape)
[Seite 889] necken, verspotten; Hippon. fr. 1 bei Tzetz. zu Lycophr. 219 (Mein. σκαπαρδεῦσαι); Hesych. erkl. λοιδορῆσαι, Tzetz. συμμαχῆσαι.
Greek (Liddell-Scott)
σκαπερδεύω: παρ’ Ἱππών. 1, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Τζέτζ. (Ἀνέδ. Ὀξων. 3. 351) συμμαχῆσαι· ἀλλ’ ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ. λοιδορῆσαι.