Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
ο, η, / σκηνοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
φύλακας, φρουρός σκηνής
νεοελλ.
στρ. οπλίτης στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη τών σκηνών σε καταυλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + φύλαξ.