σκιδαρόν
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη ο τ. συνδέεται με τα αρχ. ινδ. chidra- «χωρισμένος, σχισμένος» και την οικογένεια του σχίζω, ενώ κατ' άλλη άποψη με το ρ. σκεδάννυμι.