σκιμβασμός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιμβασμός Medium diacritics: σκιμβασμός Low diacritics: σκιμβασμός Capitals: ΣΚΙΜΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skimbasmós Transliteration B: skimbasmos Transliteration C: skimvasmos Beta Code: skimbasmo/s

English (LSJ)

φιλήματος εἶδος, Hsch. σκιμβόλος· ἠλίθιος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμβασμός: «φιλήματος εἶδος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α σκιμβάζω
(κατά τον Ησύχ.) «φιλήματος εἶδος».