σκληροσύνη

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δ. Γουζέλη].