σκληρόπους
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος, ὁ, ἡ, hard-footed, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 901] ποδος, hartfüßig, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρόπους: -οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας σκληρούς, τραχεῖς, Γλωσσ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. Α΄, σ. 396.
Greek Monolingual
-ουν, Α
αυτός που έχει σκληρά, τραχιά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πούς.