σκληρόπους

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόπους Medium diacritics: σκληρόπους Low diacritics: σκληρόπους Capitals: ΣΚΛΗΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: sklērópous Transliteration B: sklēropous Transliteration C: skliropous Beta Code: sklhro/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος, ὁ, ἡ, hard-footed, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 901] ποδος, hartfüßig, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόπους: -οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας σκληρούς, τραχεῖς, Γλωσσ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. Α΄, σ. 396.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει σκληρά, τραχιά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πούς.