σκυλόψυχος

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
μτφ. αυτός που έχει ψυχή σκύλου, σκληρός, ανάλγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -ψύχος (< ψυχή), πρβλ. λεοντόψυχος].