σκυτοτρώκτης
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτοτρώκτης: -ου, ὁ, ὁ τρώγων δέρματα, οὕτως ὠνόμασεν ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος τὸν ἐπ’ αὐτοῦ ἄρχοντα τῶν Βουλγάρων, πρὸς δὲ καὶ διφθερίαν, Λέων Διάκ. σ. 62. 5, ἔκδ. Β., Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
(παρωνύμιο που δόθηκε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρο σε άρχοντα τών Βουλγάρων) αυτός που τρώει, που ροκανίζει δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλοτρώκτης.