σκότιση

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

η, Ν σκοτίζω
1. η ενέργεια του σκοτίζω, σκοτισμός, σκότισμα
2. σκοτείνιασμα
3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωμα του μυαλού, ζάλη («στού πόθου τση τη σκότιση δε συντηρά άλλα κάλλη», Ερωτόκρ.).