πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
η, Ν σκοτίζω1. η ενέργεια του σκοτίζω, σκοτισμός, σκότισμα2. σκοτείνιασμα3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωμα του μυαλού, ζάλη («στού πόθου τση τη σκότιση δε συντηρά άλλα κάλλη», Ερωτόκρ.).