σμιλεία

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλεία Medium diacritics: σμιλεία Low diacritics: σμιλεία Capitals: ΣΜΙΛΕΙΑ
Transliteration A: smileía Transliteration B: smileia Transliteration C: smileia Beta Code: smilei/a

English (LSJ)

and σμίλευσις, εως, ἡ, carving, Hdn.Epim.127.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλεία: καὶ σμίλευσις, ἡ, σκάλισμα ἢ γλυφὴ διὰ σμίλης, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 127.

Greek Monolingual

ἡ, Α σμιλεύω
σμίλευση.