σομφότης
From LSJ
English (LSJ)
-ητος, ἡ, sponginess, porosity, τοῦ πλεύμονος Arist.PA669a16.
German (Pape)
[Seite 913] ητος, ἡ, Schwammigkeit, Lockerheit, Arist. partt. an. 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σομφότης: -ητος, ἡ, τὸ σπογγῶδες, πορῶδες, τοῦ πλεύμονος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 4.
Russian (Dvoretsky)
σομφότης: ητος ἡ губчатость, пористость (τοῦ πλεύμονος Arst.).